Παναγιώτης Χατζησταματίου
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ - ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
«Κανείς ποτέ δεν έγραψε, ούτε ζωγράφισε, ούτε έφτιαξε έργα γλυπτικής ή πλαστικής,
ούτε κατασκεύασε η επινόησε κάτι, για άλλο λόγο παρά για να βγει από την κόλαση».
Antonin Artaud
ούτε κατασκεύασε η επινόησε κάτι, για άλλο λόγο παρά για να βγει από την κόλαση».
Antonin Artaud
Ακρυλικά
Ελαιογραφίες
Σχέδια
Μικτή τεχνική
Αυγοτέμπερα
Digital Painting
ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΧΕΔΙΑ
ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΥΡΙΟ ΤΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ
Τα παρακάτω αποσπάσματα από το βιβλίο « Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΩΣ ΤΡΟΠΟΣ» του δασκάλου μου ζωγράφου και ακαδημαϊκού Γ. Κόρδη αντικατοπτρίζουν και τις δικές μου απόψεις για την σημερινή εικαστική πραγματικότητα. Άλλωστε με πόσο πιο γλαφυρό αλλά και ουσιαστικό τρόπο θα μπορούσαν να περιγραφούν τα συμβαίνοντα μέσα στη σημερινή αλήθεια της ζωγραφικής αν όχι από την πένα ενός από τους εκ’ των έσω δασκάλων. Μπορούμε άραγε να παράξουμε ζωγραφική λειτουργική και ζωντανή;
"Το μεγάλο πρόβλημα πού αντιμετώπισε ο νεώτερος ελληνισμός μετά την από τους Τούρκους απελευθέρωση του είναι κατά τη γνώμη μας, ή ανυπαρξία ενός αυτόνομου προσδιορισμού της ταυτότητας του στη βάση της δίκης του παράδοσης και με βάση τον παραδεδομένο τρόπο ζωής τον παραδομένο τρόπο ζωής πού έχτισε και διατήρησε πολλούς αιώνες. Ή αδυναμία αύτη πολύ γρήγορα οδήγησε σε απώλεια της πολιτισμικής του ταυτότητας και κατά συνέπεια σε απώλεια της ικανότητας του να μετράει τον κόσμο και ζωή με δικά του κριτήρια εσωτερικά, σωματικά και καρδιακά"
"Οι εικαστικές τέχνες σήμερα μοιάζουν να χαίρονται μιαν απίστευτη ελευθερία και ταυτόχρονα μια πρωτόγνωρη μοναξιά. Είναι εδώ. Υπάρχουν κι όμως δεν είναι πουθενά. Στο κέντρο έρημης πλατείας ή τέχνη —γυναίκα γυμνή με λυμένα, ξέπλεκα μαλλιά- να κραυγάζει και να καλεί μέσα στο σούρουπο της ελπίδας και μιας πάλαι ποτέ ακμάζουσας αισιοδοξίας. Ή τέχνη ελεύθερη και μόνη. Μια γνήσια πολυτέλεια, μια άχρηστη αναγκαιότητα ένα περιθωριακό κέντρο."
Κι απ' την άλλη οι πολλοί κι ο ένας. Οι άνθρωποι, ό άνθρωπος. Οι μόνοι κι ένας μόνος. Οδό ιδιωτική και αβάδιστη να πορεύονται, οδό τραχεία και αφιλόξενη χώρα να διέρχονται. Οι άνθρωποι των καιρών μας με την στυφή γεύση της κατανάλωσης -μονόπλευρη και χωρίς ανταπόκριση σχέση— πορεύονται απαρηγόρητοι και μόνοι χωρίς της τέχνης την παραμυθία, χωρίς των τεχνών τον πλούτο και των δημιουργών την ομορφιά.
Με ετούτες τις εικόνες και με λόγια σαν αυτά θα μπορούσαμε να περιγράψουμε, να σκιαγραφήσουμε την πραγματικότητα-που επικρατεί στην σημερινή κοινωνία και στο τοπίο των εικαστικών τεχνών. Απ' τη μια μεριά οι καλλιτέχνες να υπάρχουν; σε κατάσταση μακάρια, αποξενωμένοι από τον φυσικό τους αποδέκτη. Τεχνίτες να δημιουργούν αυτοπεριγραφόμενοι. Ποιητές των εικαστικών τεχνών να μιλούν σε γλώσσες ακατανόητες και μοναδικές. Τόσο μοναδικές που να μην έχουν αποδέκτη.
Ό αποδέκτης λοιπόν του έργου τέχνης καλείται λειτουργήσει μέσα από τα εικαστικά έργα πού φτάνουν ως αυτόν. μέσα από έργα πού του προτείνονται. Και φυσικά αδυνατεί. Γιατί δεν έχει την παιδεία, γιατί δεν προλαβαίνει να έχει την παιδεία. Γιατί δεν θέλει να έχει την παιδεία αυτή. Γιατί νοιώθει να βιάζεται θα πρέπει συνεχώς να κυνηγάει ως άλλος Σίσυφος την αλλοπρόσαλλη μεταλλασσόμενη εικαστική πραγματικότητα που ως κύριο στόχο της έχει την κατάργηση κάθε συνεκτικού δεσμούμε την καθιερωμένη αισθητική και την εύρεση νέων-πρωτότυπων ιδιωτικών γλωσσών πού σε τίποτα δεν θα μοιάζουν με τις προηγηθείσες. Ό δύσμοιρος σύγχρονος άνθρωπος καλείται να αγαπήσει τα απομεινάρια - αποφάγια του πολέμου μαίνεται μεταξύ των εικαστικών καλλιτεχνών, οι όποιοι παλεύουν να γκρεμίσει ο ένας τον άλλο από την πρωτοκαθεδρία της πρωτοπορίας και του καινούργιου.
Ο αρχαίος κόσμος δεν μπορούσε να διανοηθεί τη ζωή μιας κοινωνίας χωρίς την τέχνη. Το άγαλμα και η τραγωδία δεν ήταν πολυτέλειες για να γεμίζουν τα κενά της ζωής κι ο ελεύθερος χρόνος. Ή βυζαντινή εικόνα δεν ήταν μια έγχρωμη πολυτέλειαγια να διακοσμεί τους τοίχους των εκκλησιών και να απομακρύνει το αίσθημα του_ άδειου και του κενού. Το τραγούδι και ο χορός στην, κατά τα άλλα «απαίδευτη», κοινότητα της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας δεν ήταν πράξεις διασκέδασης για να απομακρύνεται το στρες και ή ένταση της εβδομάδας, αλλά πράξεις μέσα από τις όποιες ό άνθρωπος λειτουργούσε και πραγμάτωνε, κοινωνία και καλλιεργούσε σχέση πραγματική με τον συνάνθρωπο και το περιβάλλον του.
Πως λοιπόν φτάσαμε από την πραγματικότητα εκείνη στην σημερινή μοναξιά; Πως έφτασε ή τέχνη στην περιθωριοποίηση αυτή και ο καλλιτέχνης από την δημιουργική αποστολή του στον εξπρεσιονιστικό αυνανισμό του, πού δεν αναγνωρίζει ρόλο άλλο στην τέχνη του από την ατέρμονη και εγωιστική αυτοπεριγραφή του;
Η σχέση της μορφής πού προκύπτει από την εικαστική δημιουργία με το περιεχόμενο (το προς εξεικονισμό αντικείμενο ή-ιδέα) είναι αυτή πού καθορίζει τα πάντα στην ζωγραφική πράξη και ρυθμίζειτην λειτουργία των διαφόρων στοιχείων και παραγόντων. Η οριοθέτηση της σχέσεως αυτής δίνει και την ανάλογη κατεύθυνση στη ζωγραφική πράξη, προσδιορίζοντας αναλόγως τη λειτουργία του Ζωγραφικού στοιχείου, τον ρόλο του ζωγράφου και εμμέσως προσδιορίζει και την θέση που κατέχει ο θεατής αποδέκτης στην εικαστική δημιουργία.
Η εικαστική πράξη, λοιπόν, διεκδικεί να χωρίσει πέραν του ορατού, πέραν της φυσικής μορφής, πέραν τής επιφανείας, και να περιγράψει το μη περιγεγραμμένο και μη ορατό. Στην βάση λοιπόν της αισθητικής θεωρίας πού αναλύουμε υπάρχει καταρχήν μία παραδοχή. Ή παραδοχή ότι υφίσταται απόσταση ανάμεσα στο ορατό στοιχείο ενός πράγματος, την μορφή του, και βαθύτερη επέκεινα ουσία του. Ή τέχνη καλείται με την σειρά της να γεφυρώσει το χάσμα αυτό. Καλείται να περάσει πίσω από το ορατό και να αισθητοποιήσει το αόρατο χρησιμοποιώντας προς τούτο εικαστικές μορφές και στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά στον βαθμό πού περιγράφουν και ορίζουν το περιεχόμενο, την ουσία, υποχρεωτικά αναδεικνύονται σε αλήθεια. Δεν αποτελούν πλέον έναν απλό τρόπο απόδοσης μιας εικόνας, αλλά είναι η μόνη δυνατότητα σύλληψης και περιγραφής του μη εξεικονισμένου περιεχομένου.
Η τέχνη στο Δυτικό κόσμο από την Αναγέννηση και μετά, έχει, θα λέγαμε, ένα εκστατικό ρόλο, αφού καλείται να εξέλθει από το ορατό και να εισέρθει στο χώρο του αοράτου, του μη περιγεγραμμένου.
Δεν είναι λοιπόν τίποτα τυχαίο ή συμπτωματικό ότι σήμερα στο χώρο των εικαστικών τεχνών επικρατεί μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τη σύγκρουση των τεχνοτροπιών, από την αλληλοαναίρεση, από το κυνήγι της πρωτοτυπίας, τη Βαβέλ των ακατανόητων αλειτούργητων εικαστικών γλωσσών και την απέραντη μοναξιά καλλιτεχνών και θεατών.
"Οι εικαστικές τέχνες σήμερα μοιάζουν να χαίρονται μιαν απίστευτη ελευθερία και ταυτόχρονα μια πρωτόγνωρη μοναξιά. Είναι εδώ. Υπάρχουν κι όμως δεν είναι πουθενά. Στο κέντρο έρημης πλατείας ή τέχνη —γυναίκα γυμνή με λυμένα, ξέπλεκα μαλλιά- να κραυγάζει και να καλεί μέσα στο σούρουπο της ελπίδας και μιας πάλαι ποτέ ακμάζουσας αισιοδοξίας. Ή τέχνη ελεύθερη και μόνη. Μια γνήσια πολυτέλεια, μια άχρηστη αναγκαιότητα ένα περιθωριακό κέντρο."
Κι απ' την άλλη οι πολλοί κι ο ένας. Οι άνθρωποι, ό άνθρωπος. Οι μόνοι κι ένας μόνος. Οδό ιδιωτική και αβάδιστη να πορεύονται, οδό τραχεία και αφιλόξενη χώρα να διέρχονται. Οι άνθρωποι των καιρών μας με την στυφή γεύση της κατανάλωσης -μονόπλευρη και χωρίς ανταπόκριση σχέση— πορεύονται απαρηγόρητοι και μόνοι χωρίς της τέχνης την παραμυθία, χωρίς των τεχνών τον πλούτο και των δημιουργών την ομορφιά.
Με ετούτες τις εικόνες και με λόγια σαν αυτά θα μπορούσαμε να περιγράψουμε, να σκιαγραφήσουμε την πραγματικότητα-που επικρατεί στην σημερινή κοινωνία και στο τοπίο των εικαστικών τεχνών. Απ' τη μια μεριά οι καλλιτέχνες να υπάρχουν; σε κατάσταση μακάρια, αποξενωμένοι από τον φυσικό τους αποδέκτη. Τεχνίτες να δημιουργούν αυτοπεριγραφόμενοι. Ποιητές των εικαστικών τεχνών να μιλούν σε γλώσσες ακατανόητες και μοναδικές. Τόσο μοναδικές που να μην έχουν αποδέκτη.
Ό αποδέκτης λοιπόν του έργου τέχνης καλείται λειτουργήσει μέσα από τα εικαστικά έργα πού φτάνουν ως αυτόν. μέσα από έργα πού του προτείνονται. Και φυσικά αδυνατεί. Γιατί δεν έχει την παιδεία, γιατί δεν προλαβαίνει να έχει την παιδεία. Γιατί δεν θέλει να έχει την παιδεία αυτή. Γιατί νοιώθει να βιάζεται θα πρέπει συνεχώς να κυνηγάει ως άλλος Σίσυφος την αλλοπρόσαλλη μεταλλασσόμενη εικαστική πραγματικότητα που ως κύριο στόχο της έχει την κατάργηση κάθε συνεκτικού δεσμούμε την καθιερωμένη αισθητική και την εύρεση νέων-πρωτότυπων ιδιωτικών γλωσσών πού σε τίποτα δεν θα μοιάζουν με τις προηγηθείσες. Ό δύσμοιρος σύγχρονος άνθρωπος καλείται να αγαπήσει τα απομεινάρια - αποφάγια του πολέμου μαίνεται μεταξύ των εικαστικών καλλιτεχνών, οι όποιοι παλεύουν να γκρεμίσει ο ένας τον άλλο από την πρωτοκαθεδρία της πρωτοπορίας και του καινούργιου.
Ο αρχαίος κόσμος δεν μπορούσε να διανοηθεί τη ζωή μιας κοινωνίας χωρίς την τέχνη. Το άγαλμα και η τραγωδία δεν ήταν πολυτέλειες για να γεμίζουν τα κενά της ζωής κι ο ελεύθερος χρόνος. Ή βυζαντινή εικόνα δεν ήταν μια έγχρωμη πολυτέλειαγια να διακοσμεί τους τοίχους των εκκλησιών και να απομακρύνει το αίσθημα του_ άδειου και του κενού. Το τραγούδι και ο χορός στην, κατά τα άλλα «απαίδευτη», κοινότητα της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας δεν ήταν πράξεις διασκέδασης για να απομακρύνεται το στρες και ή ένταση της εβδομάδας, αλλά πράξεις μέσα από τις όποιες ό άνθρωπος λειτουργούσε και πραγμάτωνε, κοινωνία και καλλιεργούσε σχέση πραγματική με τον συνάνθρωπο και το περιβάλλον του.
Πως λοιπόν φτάσαμε από την πραγματικότητα εκείνη στην σημερινή μοναξιά; Πως έφτασε ή τέχνη στην περιθωριοποίηση αυτή και ο καλλιτέχνης από την δημιουργική αποστολή του στον εξπρεσιονιστικό αυνανισμό του, πού δεν αναγνωρίζει ρόλο άλλο στην τέχνη του από την ατέρμονη και εγωιστική αυτοπεριγραφή του;
Η σχέση της μορφής πού προκύπτει από την εικαστική δημιουργία με το περιεχόμενο (το προς εξεικονισμό αντικείμενο ή-ιδέα) είναι αυτή πού καθορίζει τα πάντα στην ζωγραφική πράξη και ρυθμίζειτην λειτουργία των διαφόρων στοιχείων και παραγόντων. Η οριοθέτηση της σχέσεως αυτής δίνει και την ανάλογη κατεύθυνση στη ζωγραφική πράξη, προσδιορίζοντας αναλόγως τη λειτουργία του Ζωγραφικού στοιχείου, τον ρόλο του ζωγράφου και εμμέσως προσδιορίζει και την θέση που κατέχει ο θεατής αποδέκτης στην εικαστική δημιουργία.
Η εικαστική πράξη, λοιπόν, διεκδικεί να χωρίσει πέραν του ορατού, πέραν της φυσικής μορφής, πέραν τής επιφανείας, και να περιγράψει το μη περιγεγραμμένο και μη ορατό. Στην βάση λοιπόν της αισθητικής θεωρίας πού αναλύουμε υπάρχει καταρχήν μία παραδοχή. Ή παραδοχή ότι υφίσταται απόσταση ανάμεσα στο ορατό στοιχείο ενός πράγματος, την μορφή του, και βαθύτερη επέκεινα ουσία του. Ή τέχνη καλείται με την σειρά της να γεφυρώσει το χάσμα αυτό. Καλείται να περάσει πίσω από το ορατό και να αισθητοποιήσει το αόρατο χρησιμοποιώντας προς τούτο εικαστικές μορφές και στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά στον βαθμό πού περιγράφουν και ορίζουν το περιεχόμενο, την ουσία, υποχρεωτικά αναδεικνύονται σε αλήθεια. Δεν αποτελούν πλέον έναν απλό τρόπο απόδοσης μιας εικόνας, αλλά είναι η μόνη δυνατότητα σύλληψης και περιγραφής του μη εξεικονισμένου περιεχομένου.
Η τέχνη στο Δυτικό κόσμο από την Αναγέννηση και μετά, έχει, θα λέγαμε, ένα εκστατικό ρόλο, αφού καλείται να εξέλθει από το ορατό και να εισέρθει στο χώρο του αοράτου, του μη περιγεγραμμένου.
Δεν είναι λοιπόν τίποτα τυχαίο ή συμπτωματικό ότι σήμερα στο χώρο των εικαστικών τεχνών επικρατεί μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τη σύγκρουση των τεχνοτροπιών, από την αλληλοαναίρεση, από το κυνήγι της πρωτοτυπίας, τη Βαβέλ των ακατανόητων αλειτούργητων εικαστικών γλωσσών και την απέραντη μοναξιά καλλιτεχνών και θεατών.